«Η κατάκτηση της Κύπρου από τον Ριχάρδο Λεοντόκαρδο το 1191: Πειρατεία ή σταυροφορία;»
«Η κατάκτηση της Κύπρου από τον Ριχάρδο Λεοντόκαρδο το 1191: Πειρατεία ή σταυροφορία;»
Εισαγωγή
Η ιστορία της Κύπρου στα τέλη του 12ου αιώνα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της μετάβασης από τη βυζαντινή κυριαρχία στη δυτική φεουδαρχία. Κεντρικές μορφές στο επεισόδιο αυτό είναι ο Ισαάκιος Κομνηνός, αυτοανακηρυχθείς ηγεμόνας του νησιού, και ο Ριχάρδος Α΄ της Αγγλίας, γνωστός ως Λεοντόκαρδος, ο οποίος κατέλαβε την Κύπρο το 1191 κατά τη διάρκεια της Γ΄ Σταυροφορίας. Το περιστατικό αυτό αποτελεί καίριο σταυροδρόμι μεταξύ βυζαντινής παρακμής, σταυροφορικής δράσης και της μελλοντικής κυριαρχίας των Λουζινιαν.
Ο Ισαάκιος Κομνηνός: Ένας παράνομος αυτοκράτορας
Ο Ισαάκιος Κομνηνός ήταν μέλος της εκτεταμένης δυναστείας των Κομνηνών, πιθανώς εγγονός του σεβαστοκράτορα Ανδρόνικου Κομνηνού, αδελφού του Μανουήλ Α΄. Σύμφωνα με το Χρονικόν του Αλβαντίου (Albert of Aachen) και τη μαρτυρία του Γουλιέλμου της Τύρου, ο Ισαάκιος ήταν «άνθρωπος φιλόδοξος, σκληρός και απαίδευτος, που επιζήτησε δόξαν χωρίς αρετήν». Περί το 1184, εκμεταλλευόμενος την αδυναμία της κεντρικής βυζαντινής διοίκησης, επαναστάτησε στην Κιλικία και, αφού απέτυχε να καταλάβει τοπική εξουσία, πέρασε στην Κύπρο όπου αυτοανακηρύχθηκε «Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων».
Η απόσχιση της Κύπρου υπήρξε αποτέλεσμα της κλιμακούμενης διοικητικής αποσύνθεσης του Βυζαντίου κατά τα τελευταία έτη της βασιλείας του Ανδρονίκου Α΄ (1183–1185) και των διαδοχικών εξεγέρσεων που επέφερε η αδυναμία διατήρησης του ελέγχου στις επαρχίες. Οι βυζαντινές πηγές (π.χ. Νικήτας Χωνιάτης) περιγράφουν τον Ισαάκιο ως τυραννικό ηγεμόνα, ο οποίος χρησιμοποίησε βία, καταπίεση και βαριά φορολογία για να διατηρήσει την εξουσία του στο νησί. Ο Χωνιάτης τον χαρακτηρίζει «τύραννον κυπριακόν» και αφηγείται πώς «ούτε ιερόν εφείσατο, ούτε ανθρώπου τιμής».
Η άφιξη του Ριχάρδου στην Κύπρο
Κατά την πορεία του προς τους Αγίους Τόπους, ο Ριχάρδος Λεοντόκαρδος συνάντησε θύελλα στα ανοιχτά της Ρόδου και της Κύπρου. Το πλοίο που μετέφερε τη μέλλουσα σύζυγό του Βερεγγαρία της Ναβάρας και την αδελφή του Ιωάννα της Σικελίας, εξώκειλε στην Κύπρο και τα μέλη της συνοδείας του συνελήφθησαν από τον Ισαάκιο. Ο Ριχάρδος, σύμφωνα με τον Ambroise και τον Roger of Howden, απαίτησε την άμεση απελευθέρωσή τους. Ο Ισαάκιος αρνήθηκε και προκάλεσε την οργή του Άγγλου βασιλιά, ο οποίος αντέδρασε άμεσα.
Η απόβαση του Ριχάρδου έγινε στις 6 Μαΐου 1191 κοντά στη Λεμεσό. Ο ίδιος ο Ambroise περιγράφει τον βασιλιά να «ορμά με ορμή λέοντος κατά των Κυπρίων» (στ. 2610–2612). Η αντίσταση του Ισαακίου αποδείχθηκε ανεπαρκής: μέσα σε λίγες εβδομάδες ολόκληρη η Κύπρος πέρασε στα χέρια των Σταυροφόρων. Ο Ισαάκιος τράπηκε σε φυγή αλλά συνελήφθη τελικά στο βουνό Τροόδος. Ο Ριχάρδος, τιμώντας υπόσχεση που είχε δώσει να μην τον δέσει με σίδερα, τον έδεσε με ασημένιες αλυσίδες — πράξη που αποτυπώνει το στοιχείο του χλευασμού και της τελετουργικής υποταγής.
Οι συνέπειες της κατάκτησης
Η κατάκτηση της Κύπρου από τον Ριχάρδο είχε μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Αρχικά, ο Άγγλος βασιλιάς παρέμεινε στο νησί μέχρι τις 5 Ιουνίου, οπότε και νυμφεύθηκε τη Βερεγγαρία στη Λεμεσό. Η στρατηγική σημασία της Κύπρου για τον ανεφοδιασμό της Γ΄ Σταυροφορίας αναγνωρίστηκε αμέσως. Ο Ριχάρδος μετέφερε την κυριαρχία της Κύπρου στους Ναΐτες Ιππότες έναντι 100.000 βυζαντινών νομισμάτων. Ωστόσο, η βίαιη και απάνθρωπη διοίκηση των Ναϊτών προκάλεσε εξέγερση, την οποία δεν μπορούσαν να καταστείλουν.
Επαναπώλησαν το νησί στον Ριχάρδο, ο οποίος στη συνέχεια το παραχώρησε στον Γκυ ντε Λουζινιάν, έκπτωτο βασιλιά της Ιερουσαλήμ, ιδρύοντας έτσι το Βασίλειο της Κύπρου (1192). Η ενετική και γαλλική φεουδαρχία εδραιώθηκε πλέον στην Κύπρο για τους επόμενους τέσσερις αιώνες. Κατά τον Στήβεν Ράνσιμαν, «η πτώση του Ισαακίου υπήρξε το προοίμιο της κυπριακής τραγωδίας — από ρωμαϊκή νήσος, η Κύπρος έγινε σταυροφορική αποικία» (A History of the Crusades, τόμ. II, σελ. 379).
Η ιστορική σημασία του επεισοδίου
Το επεισόδιο της κυπριακής κατάκτησης συμπυκνώνει τη μετατόπιση της ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο. Η αυτονομία του Ισαακίου Κομνηνού καταδεικνύει την αποδυνάμωση της βυζαντινής κεντρικής διοίκησης στα χρόνια μετά τον θάνατο του Μανουήλ Α΄ (1180). Ο Χωνιάτης αναφέρεται με οδύνη στην αδυναμία της Πόλης να αντιδράσει: «Επανεστάτησεν εις το έσχατον άκρον της ρωμαϊκής γης και ουδείς ετάραξεν τούτο».
Ο Ριχάρδος, από την άλλη πλευρά, εκπροσωπεί την προέλαση της δυτικής σταυροφορικής δυναμικής. Η επέμβασή του στην Κύπρο δεν ήταν προγραμματισμένη, ωστόσο μετατράπηκε σε στρατηγική κίνηση με σημαντικές επιπτώσεις. Οι σύγχρονες πηγές παρουσιάζουν το γεγονός όχι μόνο ως τιμωρία ενός σφετεριστή αλλά και ως νίκη του bellum iustum (δίκαιου πολέμου).
Ο Χριστιανικός ρομαντισμός που περιβάλλει τον Ριχάρδο σκιάζει τον πραγματικό του στόχο: την εξασφάλιση ανεφοδιασμού και θαλάσσιων βάσεων. Σύμφωνα με τη Continuatio of William of Tyre, η Κύπρος αποτέλεσε «επίγειο παράδεισο» για τους σταυροφόρους, από τον οποίο μπορούσαν να ελέγχουν την Ανατολή χωρίς να εξαρτώνται από το ασταθές Λατινικό Βασίλειο της Ιερουσαλήμ.
Η σύντομη κυριαρχία του Ισαακίου Κομνηνού στην Κύπρο αποτελεί δείγμα της διάλυσης της βυζαντινής ενότητας πριν την Άλωση του 1204. Η κατάληψη της Κύπρου από τον Ριχάρδο Λεοντόκαρδο όχι μόνο επισφράγισε την πτώση της βυζαντινής εξουσίας στο νησί, αλλά εγκαινίασε και μια νέα εποχή δυτικής κυριαρχίας, υπό τον οίκο των Λουζινιανών. Το επεισόδιο αυτό στέκει ως χαρακτηριστικό στιγμιότυπο της συνάντησης Ανατολής και Δύσης, όπου οι σταυροφόροι δεν πολεμούσαν μόνο εναντίον των μουσουλμάνων, αλλά και μεταξύ τους, καθώς και ενάντια σε χριστιανούς που θεωρούσαν «σχισματικούς».
Βιβλιογραφία
Nicetas Choniates, Historia, εκδ. J.-L. van Dieten, Berlin: De Gruyter, 1975.
Ambroise, L’Estoire de la Guerre Sainte, εκδ. Merton Jerome Hubert, Oxford, 1941.
Roger of Howden, Gesta Regis Ricardi, Rolls Series, London, 1867.
William of Tyre, A History of Deeds Done Beyond the Sea, μεταφρ. E.A. Babcock & A.C. Krey, New York, 1943.
Runciman, Steven, A History of the Crusades, Vol. II: The Kingdom of Jerusalem and the Frankish East, 1100–1187, Cambridge University Press, 1952.
Edbury, Peter, The Kingdom of Cyprus and the Crusades 1191–1374, Cambridge University Press, 1991.
Hill, George, A History of Cyprus, Vol. II, Cambridge University Press, 1948.
Χατζηιωσήφ, Χρήστος, Κύπρος και Μεσαίωνας, Αθήνα, Ερμής, 2000.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου